…αυτούς που πέταξαν τα ρολόγια τους απ’ τη σκεπή, ψηφίζοντας Αιωνιότητα έξω απ’ το Χρόνο και την επόµενη δεκαετία, έτρωγαν στο κεφάλι ξυπνητήρια, κάθε µέρα… 
Η κηδεία θα γίνει την Κυριακή 30 Σεπτέμβρη, 11:00 το πρωί, στο νεκροταφείο του Αγιου Λουκά
Και οι χΩροι Εχουν ψυχΗ για τον ΓιΑννη
Σε χαιρετώ. Ψυχήλατο, Iggy με κίτρινο πια πάτωμα, Praxis (η θέση σου στη γωνία).
Συνουσία σημαίνει να κλωτσάς το θάνατο στο κώλο ενώ τραγουδάς
(HENRY CHARLES BUKOWSKI)
Ουρλιαχτό
Allen Ginsberg
Είδα τα µεγαλύτερα κεφάλια της γενιάς µου ρηµαγµένα από την τρέλα υστερικά, γυµνά, ξελιγωµένα, σερνάµενα χαράµατα, σε δρόµους νέγρικους, ζητώντας µια άγρια δύση, χίπστερς αγγελοπρόσωπους, κορωµένους µε τα πανάρχαια βαποράκια για την αστρική γεννήτρια στη µηχανή της νύχτας, λέτσους, µπατίρηδες, κοµµένους, να καπνίζουν µαστούρηδες στο µεταφυσικό σκοτάδι ξυλιασµένων ορόφων, να πλέουν στις κορυφές των πόλεων, να µελετούν τζαζ,
αυτούς που γύµνωσαν τους εγκεφάλους τους µπρος στην Παράδεισο, κάτω απ’ τον Υπέργειο κι είδαν Μωαµεθανούς αγγέλους απαστράπτοντες, σε ρηµαδιών ταράτσες να τρεκλίζουν,
αυτούς που διάβηκαν τα πανεπιστήµια µε µάτια φλεγόµενα, καταυγασµένα απ’ οράµατα του Αρκάνσας και τραγωδίες φώσκουσες του Μπλέικ, µέσα από ακαδηµαϊκούς του πολέµου,
αυτούς που διώχτηκαν απ’ τις Ακαδηµίες σαν τρελοί και συγγραφείς πρόστυχων ωδών στα παραθύρια του κουφαριού,
αυτούς που τα ’κλάσαν σε αξύριστα δωµάτια µε τα σώβρακα µονάχα, καίγοντας τα λεφτά τους σε σκουπιδοτενεκέδες, ακούγοντας τον τρόµο να βαράει τους τοίχους,
αυτούς που τους τσακώσανε απ’ τα ηβικά τους µούσια, καθώς γύριζαν µέσω Λαρέντο στη Νέα Υόρκη µ’ ένα τσιγαριλίκι,
αυτούς που αρπάξανε σύφιλη σε µπουρδελοξενοδοχεία και τράβηξαν αιθέρα στο Πάραντάυς Άλλυ, θάνατος, ή εξάγνιζαν τα’ ακέφαλα κορµιά τους κάθε νύχτα, µε όνειρα, ναρκωτικά, τροµώδεις παραισθήσεις, οινόπνευµα, καύλα κι ατέλειωτα γαµήσια, αφάνταστα αδιέξοδα φριχτού σύννεφου κι εκκένωση φωτός σε κεφάλι παιγµένο ανάµεσα Πάτερσον- Καναδά, να φωτίζει όλο τον ακίνητο κόσµο του Χρόνου, χαράµατα σε περιβόλους κατάφυτων νεκροταφείων, κρασοκατανύξεις σε σκεπές, χασισωµένης κόντρας φθοριούχα επικράτεια βιτρινών ν’ αναβοσβήνει, ήλιος, φεγγάρι και δονήσεις δέντρων στα δειλινά µουγκανητά του χειµέριου Μπρούκλιν, σκουπιδοφιλοσοφίες κι αιθέριο, αυτοκρατορικό πνεύµατος φως,
αυτούς που καρφώθηκαν µονάχοι τους στους Υπογείους για την ατέλειωτη, Βενζοϊκή κούρσα απ’ το Μπάττερυ στο θείο Μπρονξ, ώσπου ήχος τροχών και παιδιών τους κουτρουβάλιασε αλλόφρονες, στραβοστόµηδες, κατάµονους, συντετριµµένους, στερηµένους τη λάµψη τους στο µουντό φως του Ζωολογικού Κήπου, αυτούς που ναυαγούσαν όλη νύχτα στο υποβρύχιο φως της Μπίκφορντ και βγήκαν µέσα στο ξινό, γλευκοµατικό απόγευµα του έρηµου Φουγκάτζι, ακούγοντας τη θεία δίκη στο υδρογονούχο τζούκµποξ,
αυτούς που µιλούσαν ώρες εβδοµήντα συνεχώς, σερνάµενοι απ’ το πάρκο στο µπαρ του Μπέλβυ, στο µουσείο, ως τη γέφυρα του Μπρούκλιν, ένα χαµένο τάγµα Πλατωνιστών ∆ιαλεγοµένων που σαλτάριζαν από στάσεις, εξόδους κινδύνου, παράθυρα, απ’ το Εµπάιαρ Στέιτ στο φεγγάρι, χαζολογώντας, ουρλιάζοντας, ξερνώντας, µουρµουρίζοντας περιπτώσεις κι αναµνήσεις κι ανέκδοτα, καλαµπούρια, ηλεκτροσόκ νοσοκοµείων και ψειρούδες και πολέµους, διάνοιες σφαιρικές, ξεχυµένες σε µνηµονικές αναµνήσεις επτά µερόνυχτων µε απαστράπτοντα µάτια, κρέας στο πεζοδρόµιο χυµένο για τη Συναγωγή,
αυτούς που χάθηκαν στη Ζενική ανυπαρξία του Νιου Τζέρσυ. Αφήνοντας πίσω τους µια γραµµή από αµφίβολες κάρτποστάλ του Ατλάντικ Σίτυ Χωλ, υποφέροντας από κίτρινους “πυρετούς”, “οστεοµυελίτιδες” της Ταγγέρης και Κινέζικα “κεφάλια”, στεγνοί σε ερηµική γκαρσονιέρα του Νιόρκ,
αυτούς που έφεραν γύρα τα υπόστεγα των τρένων, γυρεύοντας κάπου να πάνε και πήγαν δίχως ν’ αφήσουν πίσω τους µάτια δακρυσµένα,
αυτούς που άναψαν τσιγάρο µέσα σε σκευοφόρους, σκευοφόρους, σκευοφόρους που έτριζαν µέσα στο χιόνι, πηγαίνοντας για τις έρηµες φάρµες στη νύχτα των παππούδων,
αυτούς που µελέτησαν Πλωτίνο, Πόε, Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, τηλεπάθεια και Μποπ Καµπάλλα, γιατί ενστικτώδικα δονήθηκε στα πόδια τους ο κόσµος, στο Κάνσας,
αυτοί που πλανήθηκαν στους δρόµους του Αϊντάχο, αναζητώντας οραµατικούς Ινδιάνους αγγέλους που ήσαν οραµατικοί άγγελοι Ινδιάνοι,
αυτούς που σκέφτηκαν πως δεν ήσαν παρά µονάχα τρελοί, όταν η Βαλτιµόρη έλαµψε µέσα σε µια µεταφυσική έκσταση,
αυτούς που µπουκάρισαν σε κουρσάρες µε το Γύφτο της Οκλαχόµα, σπρωγµένοι από την επαρχιώτικη βροχή του χειµωνιάτικου µισόφωτου µεσονυχτίου,
αυτούς που χασοµέρησαν στο Χιούστον, αναζητώντας λίγη τζαζ, κανα πήδηµα, µια σούπα τελοσπάντων, κι ακολούθησαν το σένιο Ισπανό, να κουβεντιάζουν για την Αµερική και την Αιωνιότητα, τσάµπα κόπος κι έτσι πήραν το πλοίο για την Αφρική,
αυτούς που χάθηκαν στα ηφαίστεια του Μεξικού, µην αφήνοντας πίσω τους παρά µονάχα τον ίσκιο των φορµών, τη λάβα και τη στάχτη της ποίησης, σκόρπια στο παραγώνι του Σικάγο,
αυτούς που εµφανίστηκαν πάλι στη ∆υτική Ακτή µε µούσια και σορτσάκια, ελέγχοντας το FBI µε µεγάλα ειρηνικά µάτια, ερωτικοί στο σκούρο δέρµα τους, πασάροντας δυσνόητες προκηρύξεις,
αυτούς που έκαψαν τα µπράτσα τους µε τσιγάρο, διαµαρτυρόµενοι για το ναρκωτικό ντουµάνι του Καπιταλισµού,
αυτούς που µοίρασαν αριστερίστικες µπροσούρες στη Γιούνιον Σκουέαρ, κλαίγοντας, βγάζοντας τα ρούχα τους, καθώς οι σειρήνες του Λος Άλαµος τους ξεφώνιζαν, ξεφωνίζοντας τη Γουόλ Στρητ και Το φέρυ- µποτ για το Στάτεν ξεφώνιζε κι αυτό,
αυτούς που κατάρρευσαν σε λευκά γυµναστήρια, γυµνοί, τρεµάµενοι µπροστά στη µηχανή άλλων σκελετών,
αυτούς που µούνταραν στο λαιµό ιδιωτικών αστυνοµικών και ούρλιαξαν µε πάθος µέσα στα µπατσάδικα πως δεν έκαναν έγκληµα άλλο από το χασίσωµα και το κωλοµπάρεµα των ίδιων τους των εαυτών,
αυτούς που κραύγασαν γονατιστοί στον Υπόγειο και πετάχτηκαν έξω απ’ τη σκεπή, κουνώντας καλαµπαλίκια και χειρόγραφα,
αυτούς που κάτσανε να τους γαµήσουν απ’ τον κώλο ένθεοι µηχανάκηδες και βόγκηξαν από ευχαρίστηση,
αυτούς που πήδηξαν και πηδήχτηκαν από ναύτες, αυτά τα ανθρωπόµορφα χερουβείµ, χάδια Ατλαντικής και Καραϊβικής αγάπης,
αυτούς που χόρεψαν πρωινά κι απόβραδα σε ροδώνες, στο γρασίδι δηµόσιων πάρκων και νεκροταφείων, σκορπίζοντας το χύµα του σε όποιον ερχόταν να το ζητήσει,
αυτούς που τρελάθηκαν απ’ το λόξυγγα προσπαθώντας να την παίξουν, µα έχυσαν µε κλάµατα πίσω από ένα χώρισµα σε κάποιο Χαµάµ όταν ο γυµνός, ξανθός άγγελος ήρθε µε το σπαθί του να τους τρυπήσει,
αυτούς που έχασαν τα τεκνά τους για τις τρεις κωλοµέγαιρες της µοίρας και τη γκαβή µέγαιρα του ετεροφυλικού δολαρίου που καµακώνει στηµένη έξω απ’ τη µήτρα και τη γκαβή µέγαιρα που δεν κάνει άλλο παρά να στρογγυλοκάθεται στην κωλάρα της και να κόβει τα χρυσά πνευµατικά νήµατα στον αργαλειό του πλάστη,
αυτούς που συνουσιάστηκαν εκστατικοί κι αχόρταγοι µ’ ένα µπουκάλι µπύρα, ένα αµόρε, ένα κουτί τσιγάρα, ένα κηροπήγιο κι έπεσαν απ’ το κρεβάτι και συνέχισαν στο πάτωµα, στο χωλ και κατέληξαν λιπόθυµοι στον τοίχο, βλέποντας ένα όραµα οριακού µουνιού κι έχυσαν ξεφεύγοντας το τελευταίο κόλπο της συνείδησης,
αυτούς που γλύκαναν τα µουνιά εκατοµµυρίων κοριτσιών, τρέµοντας στο ηλιοβασίλεµα και το πρωί τους βρήκε µε τα µάτια κατακόκκινα, έτοιµους όµως να γλυκάνουν το µουνί της ανατολής, µε κωλοµέρια αστραφτερά στους στάβλους, στη λίµνη γυµνοί,
αυτούς που όργωσαν, πουτανεύοντας, το Ντόβερ, Ν.Κ. ο κρυφός ήρωας αυτών των ποιηµάτων, δόξα στη µνήµη των αµέτρητων πηδηµάτων του σε άδεια πάρκινγκ, ακάλυπτους εστιατορίων, σαραβαλιασµένες αίθουσες σινεµάδων, σε αετοφωλιές, σε σπήλια, ή κανονικότατα µε κοκαλιάρες γκαρσόνες σε ανεβάσµατα πεζοδροµιακών κοµπινεζόν, µα ειδικά µυστικοί υποκειµενισµοί καµπινέδων, καθώς επίσης και στενών,
αυτούς που έσβησαν σαν τεράστιες τσόντες, άλλαξαν σε όνειρα, ξύπνησαν σ’ ένα ξαφνικό Μανχάταν και µάζεψαν τους εαυτούς τους από υπόγεια, µπλεγµένους µε το αδίστακτο Το κι τρόµους από µελλοντικά όνειρα της Τρίτης Λεωφόρου και σύρθηκαν σε γραφεία ανεργίας,
αυτούς που περπάτησαν όλη νύχτα στα χιονισµένα ντοκ µε τα παπούτσια βουτηγµένα στο αίµα, ελπίζοντας πως στο Ηστ Ρίβερ κάποια πόρτα θ’ ανοίξει σ’ ένα δωµάτιο ντουµανιασµένο, γεµάτο όπιο,
αυτούς που έστησαν δραµατικές αυτοκτονίες στις κτιριόφυτες όχθες του Χιούστον, κάτω απ’ το γαλάζιο στρατιωτικό προβολέα του φεγγαριού, µε τα κεφάλια δαφνόστεφα κι η µνήµη τους αιωνία,
αυτούς που έφαγαν το βραστό της φαντασίας και χωνέψανε καβούρι στο βούρκο των ποταµών του Μπάουερυ,
αυτούς που έκλαψαν στο µελό των δρόµων, µε τα καροτσάκια τους γεµάτα κρεµµύδια και κωλοτράγουδα,
αυτούς που κάθισαν, κάτω απ’ τη γέφυρα, σε παράγκες, ανασαίνοντας µέσα στο σκοτάδι και πετάχτηκαν απ’ τον ύπνο τους για να πλάσουν αρµονίες στις σοφίτες τους,
αυτούς που έβηξαν στο έκτο πάτωµα του Χάρλεµ, φλογόστεφοι κάτω απ’ τον ουρανό χτικιάρη, φραγµένο µε ιδεολογικά καφάσια,
αυτούς που καλικατζουρεύανε, χορεύοντας όλη νύχτα, υπερώες επωδούς που µε το κίτρινο φως του πρωινού γίνονταν στροφές µε σαχλαµπούκλες,
αυτούς που µαγείρεψαν σάπια κρέατα, πλεµόνι, καρδιά, ποδαράκια, ουρά, ραπανόσουπα και τορτίγες, ονειρευόµενοι ένα απόλυτο βασίλειο λαχανικών,
αυτούς που βούτηξαν κάτω από νταλίκες- ψυγεία, ψάχνοντας ένα αυγό,
αυτούς που πέταξαν τα ρολόγια τους απ’ τη σκεπή, ψηφίζοντας Αιωνιότητα έξω απ’ το Χρόνο και την επόµενη δεκαετία, έτρωγαν στο κεφάλι ξυπνητήρια, κάθε µέρα,
αυτούς που δεν κατάφεραν να κόψουν τις φλέβες τους τρεις φορές απανωτά, τα παράτησαν και βιάστηκαν ν’ ανοίξουν παλαιοπωλεία όπου ένιωσαν ότι γερνούσαν κι έκλαιγαν,
αυτούς που κάηκαν ζωντανοί µε τα’ αθώα φανελένια τους κουστούµια στη λεωφόρο Μάντισον, µέσα σε θύελλες µολυβένιας ποίησης και επελάσεις κλαγών σιδηρών συνταγµάτων µόδας, νιτρικών ουρλιαχτών διαφηµιστικών νεράιδων, ξινής µπόχας της φαύλης Ιντελιγκέντσιας των εκδοτών ή τους έλιωσαν σουρωµένα ταξί Απόλυτης Πραγµατικότητας,
αυτούς που σάλταραν απ’ τη γέφυρα του Μπρούκλιν, αυτό έγινε στ’ αλήθεια, κι έφυγαν άγνωστοι, ξεχασµένοι για το τροµακτικό νιανιά της πυροσβεστικής καλντεριµνόσουπας της Τσάινατάουν, δίχως ούτε µια µπυρίτσα στο τσάµπα,
αυτούς που τραγούδησαν απελπισµένοι απ’ τα παράθυρά τους, πέσαν απ’ το παράθυρο του Υπογείου, σάλταραν στο λιγδιασµένο Πασάικ, έσκασαν πάνω σε νέγρους, έκλαψαν στο δρόµο, χόρεψαν ξυπόλυτοι πάνω σε σπασµένα γυαλιά, έσπασαν Ευρωπαϊκούς πορνοδίσκους του ’30 µε νοσταλγική Γερµανική τζαζ, τέλειωσαν το ουίσκι τους και κατέληξαν στο µατωµένο καµπινέ, µουγγανίζοντας΄ µουγγανίσµατα στ’ αυτιά τους κι ουρλιαχτά τεράστιων σειρήνων,
αυτούς που σβάρνισαν τις εθνικές οδούς των περασµένων, ταξιδεύοντας ο ένας στου άλλου το σαραβαλιασµένο Γολγοθά της φυλακής της µοναξιάς, της πραγµάτωσης της τζαζ του Μπέρµιχαµ,
αυτούς που πέρασαν τη χώρα σε εβδοµήντα δύο ώρες για ν’ ανακαλύψουναν είχαν, αν είχες, αν είχε οράµατα, για να ανακαλύψουν την Αιωνιότητα,
αυτούς που δούλεψαν στο Ντένβερ, αυτούς που πέθαναν στο Ντένβερ,
αυτούς που γύρισαν στο Ντένβερ κι άδικα περίµεναν,
αυτούς που έβλεπαν όλο το Ντένβερ και συλλογίζονταν κι ασκήτευαν στο Ντένβερ και τελικά έφυγαν για ν’ ανακαλύψουν το Χρόνο και το Ντένβερ έµεινε µονάχο, δίχως ήρωες,
αυτούς που γονάτισαν σε ανέλπιδες εκκλησίες, προσευχόµενοι ο ένας για του άλλου τη σωτηρία το φως και την ελπίδα, µέχρι που άστραψε άξαφνα τα µαλλιά της η ψυχή,
αυτούς που φρίαξαν µέσα τους, φυλακισµένοι, προσµένοντας αφάνταστους εγκληµατίες µε κεφάλια χρυσά και πραγµατική γοητεία στις καρδιές τους,
αυτούς που τραγούδησαν µερακλίδικα µπλουζ στο Αλκατράζ,
αυτούς που αποσύρθηκαν στο Μεξικό για να καλλιεργήσουν µια “έξη”, στα Βραχώδη όρη για τον τρυφερό Βούδα, στην Ταγγέρη για τ’ αγοράκια, στο Νότιο Ειρηνικό για τη µαύρη ατµοµηχανή, στο Χάρβαρντ για το Νάρκισσο, στο Γούλτον για τη µαργαριτογιρλάντα, στον τάφο,
αυτούς που απαίτησαν λογικές δίκες, προσάγοντας το ραδιόφωνο µε την κατηγορία του υπνωτισµού κι απόµειναν µε την ψυχοπάθειά τους, χέρια, πόδια κι ένα ύπουλο σώµα ενόρκων,
αυτούς που πέταξαν πατατοσαλάτα σε οµιλητές διαλέξεων του C.C.N.Y. για το Ντανταϊσµό κι εν συνεχεία παρουσιάστηκαν µόνοι τους στα γρανιτώδη σκαλιά του τρελάδικου µε ξυρισµένα κεφάλια και κωµικές εξαγγελίες αυτοκτονιών, απαιτώντας ακαριαία λοβοτοµή, κι αντί γι’ αυτή άρπαξαν το τσιµεντένιο κενό ινσουλίνης, µετραζόλ, ηλεκτρισµού, υδροθεραπείας, ψυχοθεραπείας, εργασιοθεραπείας, πινγκ- πονγκ κι αµνησίας,
αυτούς που στο ξέσπασµα µιας σοβαρής διαµαρτυρίας, αναποδογύρισαν ένα µονάχα τραπέζι του πινγκ- πονγκ, αναπαυόµενοι για µια στιγµή στην καταληψία, επιστρέφοντας ύστερα από χρόνια, στ’ αλήθεια καράφλες, εκτός από µια τούφα αίµα και δάκρυα και δάχτυλα για την ορατή µουρλοδίκητων µουρλοπόλεων της Ανατολής, για τα λερά χωλ του Πίλγκριµ, του Ρόκλαντ, του Γρέιστόουν, καβγαδίζοντας µε τους αντίλαλους της ψυχής, χορεύοντας στα µεσονύκτια, ερειπωµένα παπαδοβασίλεια της αγάπης, όνειρο ζωής, εφιάλτης, κορµιά πετρωµένα, βαριά σαν το φεγγάρι, µε µάνα τελικά…και το τελευταίο απίθανο βιβλίο πεταµένο απ’ το παράθυρο του ρηµαδιού, την τελευταία πόρτα κλεισµένη στις 4 ΜΜ και το τελευταίο τηλέφωνο βροντηγµένο στον τοίχο αντί γι’ απάντηση, το τελευταίο επιπλωµένο δωµάτιο αδειασµένο µέχρι και το τελευταίο κοµµάτι πνευµατικού εξοπλισµού: ένα χάρτινο κίτρινο ρόδο στριµµένο σε µια κρεµάστρα στη ντουλάπα, ακόµη κι αυτό φανταστικό, τίποτε άλλο παρά ένα µικρό ελπιδοφόρο κοµµάτι παραίσθησης- Αχ, Καρλ, αν δεν είσαι ασφαλής εγώ δεν είµαι και τώρα είσαι στην κυριολεξία Μέσα στην κυριολεκτική κρεατόσουπα του Χρόνου- κι αυτούς που έτσι γυρόφερναν τους παγωµένους δρόµους κυριευµένοι από µια ξαφνική έκλαµψη της αλχηµιστικής χρήσης της γεωµετρικής παράστασης του µέτρου και του κινούµενου επιπέδου,
αυτούς που ονειρεύτηκαν και σάρκωσαν πραγµατοποιήσεις ρωγµών στο Χρόνο και το Χώρο µέσα από αντιπαρατιθέµενες εικόνες και τσάκωσαν τον αρχάγγελο της ψυχής ανάµεσα σε δύο οραµατικές εικόνες και σύνδεσαν τα βασικά ρήµατα κι έβαλαν όνοµα ουσιαστικό και παύλα συνείδησης µαζί, σαλτάροντας µε την αίσθηση του Pater omnipotens aetema Deus, για ν’ αναπλάσουν το συντακτικό της φτωχής ανθρώπινης πρόζας και να σταθεί µπροστά σας άλογος και προνοούσα και τρεµάµενη από ντροπή, παραπεταµένη µια ακόµα ανοιχτή στην ψυχή για συµπόρευση µε τη ρίµα της σκέψης στο γυµνό, ατέλειωτο κεφάλι του, ο παλαβός αλήτης κι άγγελος µπητ µέσα στο Χρόνο, άγνωστος, βάζοντας κάτω όµως ό,τι θ’ άξιζε να ειπωθεί στο µετά το θάνατο Χρόνο, κι αναστήθηκαν µετενσαρκωµένοι στα πνευµατικά ενδύµατα της τζαζ, στη χρυσοκέρατη σκιά της µπάντας και σάλπισαν τον πόνο της γυµνής Αµερικάνικης πνευµατικότητας γι’ αγάπη, σε µια ηλί ηλί λαµά λαµά σαβαχθανί κραυγή σαξοφώνου που φρύαξε τις πόλεις µέχρι και το τελευταίο ράδιο, µε την απόλυτη καρδιά του ζωικού ποιήµατος χασαπιασµένη, ξεριζωµένη απ’ τα ίδια τους τα κορµιά: φαΐ καλό για χρόνους χίλιους.
1956
ΙΙ
Ποια αλουµίνια σφίγγα τσιµέντου τους άνοιξε τα καύκαλα κι έφαγε µυαλά και φαντασία;
Ο Μολόχ ! Λέρα! Ερηµιά! Αηδία! Σκουπιδοτενεκέδες κι ανεπίτευκτα δολάρια! Παιδιά να τσιρίζουν κάτω απ’ τις σκάλες! Άγρια να κλαίνε σε στρατούς! Γέροι να σκούζουν στα πάρκα!
Ο Μολόχ! Ο Μολόχ!
Ο εφιάλτης Μολόχ!
Ο αδέκαστος Μολόχ!
Ο παρανοϊκός Μολόχ!
Ο Μολόχ κατακριτής των ανθρώπων!
Ο Μολόχ ακατανόητο κάτεργο!
Ο Μολόχ, άψυχη, πειρατική ειρκτή και Κογκρέσο των καηµών!
Ο Μολόχ η τεράστια πέτρα του πολέµου!
Ο Μολόχ, κατάπληκτες κυβερνήσεις!
Ο Μολόχ: πνεύµα ολοµήχανο!
Ο Μολόχ: αίµα χρηµάτων ποταµοί!
Ο Μολόχ: δάχτυλα δέκα ολόκληρες στρατιές!
Ο Μολόχ: στήθος γεννήτρια κανιβάλων!
Ο Μολόχ: αυτί, τάφος άραχνος!
Ο Μολόχ: µάτια, χιλιάδες σκοτεινά παράθυρα!
Ο Μολόχ: ουρανοξύστες στεκάµενοι sτους µεγάλους δρόµους σαν απέραντοι Γιαχβέ!
Ο Μολόχ: φάµπρικες να oνειρεύονται και να κρώζουν µέσα στην οµίχλη!
Ο Μολόχ: καπνοδόχων και αντενών στέµµα των πόλεων!
Ο Μολόχ: αστείρευτη αγάπη πέτρας και λαδιού!
Ο Μολόχ: ψυχή, τράπεζες και ηλεκτρισµός!
Ο Μολόχ: φτώχεια, φάντασµα µεγαλοφυΐας!
Ο Μολόχ: µοίρα, ερµαφρόδιτο σύννεφο υδρογόνου!
Ο Μολόχ και τα’ όνοµα αυτού: Πνεύµα!
Ο Μολόχ, µέσα του εγώ να κάθοµαι µονάχος!
Ο Μολόχ, µέσα του εγώ αγγέλους να ονειρεύοµαι! Τρελός µέσα στο Μολόχ! Ψωλαρπάχτρα µέσα στο Μολόχ! Ανέραστος και άναντρος µέσα στο Μολόχ!
Ο Μολόχ που µπήκε από νωρίς στην ψυχή µου!
Ο Μολόχ που µέσα του είµαι Συνείδηση δίχως σώµα!
Ο Μολόχ που µ’ απαγόρευσε τη φυσική µου
έκσταση! Ο Μολόχ που του παραδόθηκα! Ξυπνώ µέσα στο Μολόχ! Ποτάµια φως ξεχύνει ο ουρανός!
Ο Μολόχ! Ο Μολόχ!
Αυτόµατα διαµερίσµατα! Αόρατες συνοικίες! ∆αιµονικές βιοµηχανίες! Φαντάσµατα Εθνών! Αόρατα τρελάδικα! Γρανιτώδης φωλιά! Τερατόµορφες βόµβες!
Τσάκισαν τις πλάτες τους να πάνε το Μολόχ στα ουράνια! Πεζοδρόµια, δέντρα, Ράδια, νότες! ανέβασαν την πολιτεία στα Ουράνια που µας τριγυρίζουν!
Οράµατα! Προφητείες! Παραισθήσεις! Θαύµατα! Εκστάσεις!
Φευγάτα στο µεγάλο αµερικάνικο ποτάµι!
Όνειρα! λατρείες! εκλάµψεις! θρησκείες! όλο το φορτίο της συναισθηµατικής
καβαλίνας!
Έφοδοι! πάνω απ’ το ποτάµι! Τρέλες και καθηλώσεις! φευγάτα µε το ρεύµα!
Ενθουσιασµοί! Επιφάνεια! Απελπισίες! ∆έκα χρόνια µουγκρητά κι αυτοκτονίες! Πνεύµατα! Αγάπες καινούριες! Τρελή γενιά! φευγάτα στις κατολισθήσεις του Χρόνου!
Γνήσιο ένθεο γέλιο στο ποτάµι! Τα είδαν όλα! τα’ άγρια µάτια! τα θεία ουρλιαχτά!
Πέταξαν ένα γεια! Πήδηξαν απ’ τη σκεπή! στην ερηµιά! γνέφοντας! στα χέρια τους λουλούδια! στο ποτάµι! στο δρόµο!
ΙΙΙ
Καρλ Σόλοµον!
Είµαι µαζί σου στο Ρόκλαντ, εκεί που η τρέλα σου απ’ τη δική µου πιο µεγάλη.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, Εκεί όπου πρέπει τόσο παράξενα να νιώθεις.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου παίζεις τη σκιά της µάνας µου.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου έχεις δολοφονήσει τις δώδεκα ιδιαιτέρες σου.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου γελάς µ’ εκείνο το αόρατο χιούµορ.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου είµαστε µεγάλοι συγγραφείς στην ίδια τροµακτική γραφοµηχανή.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου την έχεις άσχηµα και µέχρι και το ράδιο το λέει.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου οι δυνάµεις του καύκαλου δε δέχονται πια τα σκουλήκια τωναισθήσεων.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου ι γεροντοκόρες της Γιουτίκα τσάι σε θηλάζουν.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου παίζεις στα κορµιά των νοσοκόµων σου µε τις Άρπυες του Μπρονξ.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου µέσα στο ζουρλοµανδύα ουρλιάζεις πως χάνεις το παιχνίδι στο εµπράγµατο πινγκ- πονγκ της αβύσσου.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, όπου χτυπάς στο πιάνο της καταληψίας πως η ψυχή αθώα είναι κι αθάνατη και πως δε θα ’πρεπε να σβήσει άθεη σ’ ένα κατεχόµενο τρελάδικο.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί που η ψυχή σου πενήντα ηλεκτροσόκ ακόµη να δεχόταν, δεν πρόκειται να γύριζε από εκεί που προσκυνούσε έναν µετέωρο σταυρό.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου κατηγορείς τους γιατρούς σου για παραφροσύνη και καταστρώνεις την Εβραϊκή σοσιαλιστική επανάσταση ενάντια στον εθνικό φασιστικό Γολγοθά.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου θ’ ανοίξεις στα δύο τα ουράνια του Λονγκ Άιλαντ και θα εγείρεις το ζωντανό ανθρώπινο χριστό σου απ’ τον υπεράνθρωπο τάφο.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου εικοσιπέντε χιλιάδες θεότρελοι σύντροφοι τραγουδούν όλοι µαζί τις τελευταίες στροφές της ∆ιεθνούς.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου αγκαλιάζουµε, φιλάµε κάτω απ’ τα σεντόνια µας τις Ηνωµένες Πολιτείες, τις Ηνωµένες Πολιτείες που βήχουν όλη νύχτα και δε θα µας αφήσουν να κοιµηθούµε.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου τιναζόµαστε ηλεκτρισµένοι απ’ το κώµα, ακούγοντας τα’ αεροπλάνα των ίδιων µας ψυχών να µουγγανίζουν στη στέγη, ερχόµενα βόµβες αγγελικές να πετάξουν, το νοσοκοµείο απαστράπτει φανταστικών τοίχων καταρροή,
Ω σκελετώδικες λεγεώνες ξεµπουκάρουν,
Ω έναστρο ηλεκτροσόκ του ελέους, να, ο ατέλειωτος πόλεµος,
Ω νίκη ξέχνα τα εσώρουχά σου, ελεύθεροι πια.
Είµαι στο Ρόκλαντ µαζί σου, εκεί όπου στάζεις θαλασσινό ταξίδι στα όνειρά µου, διασχίζοντας τις λεωφόρους τις Αµερικής δακρυσµένος ως την παράγκα µου στη νύχτα της ∆ύσης.
San Francisco, 1955- 56
*******************************************************
από:
ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΚΡΟΣ ΣΤΟ ΚΟΥΜ ΚΑΠΙ
“Εφυγε” ένας αγαπητός Χανιώτης
Από: Γιάννης Λυβιάκης
Δημοσιεύθηκε στις: 29-09-2012
Το νήμα της ζωής του έκοψε χθες ένας 73χρονος Χανιώτης στην παραλία του Κουμ Καπί.
Τραγικός αυτόχειρας ο Γιάννης Ποντικάκης, γνωστός κυρίως στους κατοίκους και θαμώνες της παλιάς πόλης στην οποία διέμενε και εκινείτο.
Η ζωή του ήταν μεταξύ Χανίων και Αθήνας στην οποία διέμενε επί πολλά χρόνια πριν επιστρέψει στα Χανιά για να εγκατασταθεί στη συνοικία της Σπλάντζιας όπου κατοικούσε. Τον χώρο του επί της οδού Μελχισεδέκ στη Σπλάντζια τον είχε μετατρέψει σε αίθουσα τέχνης και τον διέθετε δωρεάν σε καλλιτέχνες για εκθέσεις και προβολές. Στην αίθουσα ‘Ιωαν. Μελχισεδέκ ΙΙΙ’, όπως έγραφε η ταμπέλα, είχαν φιλοξενηθεί αρκετές εκθέσεις νεών καλλιτεχνών και εικαστικών δημιουργών, ενώ είχαν οργανωθεί και προβολές ανεξάρτητων ταινιών. Παράλληλα, ο ίδιος χώρος αποτελούσε και μια σπάνια βιβλιοθήκη με ελληνικά και ξένα βιβλία.
Λάτρης επίσης των μπαρ, 73χρονος είχε δημιουργήσει στα Χανιά τη δεκαετία του ’80 ένα από τα πρωτοποριακά για την εποχή εκείνη μαγαζιά, το ‘Τρίτο Μάτι’ στην παλιά Σταφιδική, στην οδό Καλλεργών.
Μοναχικός, αλλά πάντα με ενδιαφέρουσες συζητήσεις και ωραίες ιδέες, ο Γιάννης Ποντικάκης ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Ευφυής, ευαίσθητος και με ανατρεπτικό, συχνά, χιούμορ, ο ίδιος κέντριζε το ενδιαφέρον των συνομιλητών του. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο 73χρονος ήταν ένας από τους τελευταίους μποέμ.
Η είδηση του θανάτου του βύθισε στη θλίψη όσους τον είχαν γνωρίσει.
Ο ιατροδικαστής Σταμάτης Μπελιβάνης από την αυτοψία που πραγματοποίησε χθες το πρωί, διαπίστωσε ότι ο 73χρονος έφερε διαμπερές τραύμα στο κεφάλι από πυροβόλο όπλο μικρού διαμετρήματος, ενώ απέκλεισε το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας.